τερατουργός

τερατουργός
-ό / τερατουργός, -όν, ΝΑ νεοελλ. αγύρτης, απατεώνας
αρχ.
αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, θαυματοποιός, μάγος
μσν.
(για τον θεό ως δημιουργό) επιτελώ έργα άξια θαυμασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ουργός* (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τερατουργός — wonder worker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργούς — τερατουργός wonder worker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργῷ — τερατουργός wonder worker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργόν — τερατουργός wonder worker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργώ — έω, ΜΑ [τερατουργός] κάνω σημεία και τέρατα, κάνω παράξενα ή θαυμαστά πράγματα, είμαι τερατουργός αρχ. επινοώ ψεύτικες, φανταστικές ιστορίες …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποιός — ό (Α θαυματοποιός, όν) αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός αρχ. 1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θαυματοποιός εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).… …   Dictionary of Greek

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

  • τερατίας — ὁ, Α άτομο που κάνει θαυμαστές ή παράδοξες, αλλόκοτες πράξεις, τερατουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. ξιφ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • τερατοεργάτης — ὁ, Μ τερατουργός, θαυματουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”